πλασματικά

πλασματικά
πλασματικός
imitative
neut nom/voc/acc pl
πλασματικά̱ , πλασματικός
imitative
fem nom/voc/acc dual
πλασματικά̱ , πλασματικός
imitative
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πλασματικός — ή, ό / πλασματικός, ή, όν, ΝΑ [πλάσμα] πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» τεχνητή πλειοψηφία) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμα αρχ. (για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι… …   Dictionary of Greek

  • εκλάμψεις — (Αστρον.). Χαρακτηριστικό φαινόμενο, αποτέλεσμα της δραστηριότητας της ηλιακής χρωμόσφαιρας. Οι ε. ή χρωμοσφαιρικές εκρήξεις είναι φωτεινά συγκροτήματα που εμφανίζονται ξαφνικά, αλλά παροδικά, στον ηλιακό δίσκο, στο κεντρικό μέρος ομάδας κηλίδων… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Τζέιμς, Γουίλιαμ — (James, Νέα Υόρκη 1842 – Τσοκόρουα, Νιου Χαμσάιρ 1910). Αμερικανός φιλόσοφος και ψυχολόγος. Όπως και ο αδελφός του Χένρι, ταξίδεψε πολύ στην Ευρώπη και επηρεάστηκε κυρίως από τους Γάλλους πνευματοκρατικούς (Ρενουβιέ, Σεκρετάν, Μπερξόν). Με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”